Η ενορία Αγίου Νικολάου Χώρας

H «ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ»

ΚΑΙ Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΝΟΡΙΑ ΤΗΣ

[Αφήνουμε την πιο κάτω ιστορική αναδρομή στις αρχές και στην εξέλιξη της Ενορίας, όπως αυτή είχε συνταχθεί αρχικά (2013). Όμως με την ευκαιρία των εορτασμών των 300 χρόνων από την ίδρυση της ενορίας και των 200 από την ανέγερση του σημερινού ενοριακού ναού (2016) πραγματοποιήθηκαν σημαντικές έρευνες για την ιστορία της ενορίας, των ενοριτών, των ναών και της ενοριακής ζωής και δράσης, στατιστικούς πίνακες και καταλόγους. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών, με την υπογραφή αξιόλογων ερευνητών, δημοσιεύτηκαν σε ένα τόμο 600 περίπου σελίδων, που διατίθεται από τα ενοριακά γραφεία].

Η Καθολική Ενορία του Αγ. Νικολάου της Χώρας της Τήνου, όπως όλες οι ενορίες και οι εκκλησίες εξάλλου, έχει «τη δική της ιστορία»… Η ίδρυσή της ανέρχεται σε σχετικά πρόσφατη εποχή, αφού μέχρι το 1715 στη σημερινή τοποθεσία της Χώρας, που ονομαζόταν ως τότε  Όρμος ή Λιμάνι του Αγ. Νικολάου (Porto di S. Nicolo), δεν υπήρχε παρά ένας ιδιαίτερα μικρός οικισμός. Οι λιγοστοί κάτοικοι ήταν μερικοί ψαράδες, περαστικοί ναυτικοί και περιστασιακοί έμποροι από το Κάστρο της Τήνου που κατέβαιναν εκεί για δουλειές.

 

1.  Πριν το 1700

Στη θέση αυτή, στις αρχές του 18ου αι. (1700) υπήρχαν μερικά σπίτια, αποθήκες εμπορευμάτων και ένα ενδιαίτημα για την ολιγομελή στρατιωτική φρουρά που έλεγχε τις γειτονικές βίγλες, τα περαστικά πλοία, τα εμπορεύματα και τους επιβάτες. Το ενδιαίτημα αυτό ήταν ένας πύργος που είχε οικοδομήσει ο Βενετός αρχιναύαρχος Francesco Morosini στα 1659  για να ελέγχει το πέλαγος και να δίνει τη δυνατότητα να εφοδιάζονται με νερό τα πλοία από το ύψος του, από μια πηγή που υπήρχε πίσω του. Ο πύργος αυτός βρισκόταν στο σημείο που είναι σήμερα η Μοσχούλειος σχολή. Η πηγή βρισκόταν κάτω από τον σημερινό ναό του Αγ. Νικολάου ή σε κάποιο άλλο σημείο του ενοριακού συγκροτήματος. Το πολύτιμο νερό συγκεντρωνόταν σε μια δεξαμενή σε υψηλό σημείο του πύργου. Όταν έφυγαν οι Βενετοί από την Τήνο (1715) τον πύργο τον ιδιοποιήθηκε κάποιος Καμπάνης και για τούτο ονομαζόταν Πύργος του Καμπάνη.

 Όμως, ο Πύργος αποτελούσε μια καλή ασφάλεια και περισσότερα άτομα άρχισαν να κατοικούν στην περιοχή, είτε επειδή είχαν κοντά τα κτήματά τους, είτε επειδή ήταν έμποροι και περίμεναν τα πλοία. Σιγά-σιγά ο Όρμος του Αγ. Νικολάου μετατράπηκε σε μικρό οικισμό, όπως μπορούμε να διακρίνουμε από τη γνωστή χαλκογραφία του P. de Tournefort (1700). Όταν τον Ιούλιο του 1715 οι Τηνιακοί παρέδωσαν το Κάστρο στους Οθωμανούς και τελείωσε η Βενετοκρατία, όλο και περισσότεροι κάτοικοι που ασχολούνταν με τον εμπόριο κατηφόρισαν προς την παραλία, όπου αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς η κωμόπολη (Borgo) του Αγ. Νικολάου, όπως ονομαζόταν μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.

 Περισσότερες πληροφορίες για την ανάπτυξη του οικισμού και του λιμανιού της Τήνου, βλ.

 – π. Μάρκος Φώσκολος, «Από το “Ροrto S. Νicolo” στη “Χώρα του Αγίου Νικολάου”»,  Τήνος, Η Χώρα, Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης των 21, 23 και 25 Αυγούστου 2000, «Εταιρεία Τηνιακών Μελετών», Τήνος 2002, σ.171 -181.

–  Κώστας Δανούσης, Τα λιμάνια της πόλης της Τήνου. Διαδρομή στο χρόνο, έκδ. Αδελφότης Τηνίων εν Αθήναις, Αθήνα 2009.

 

Πριν το 1715 στην τοποθεσία αυτή δε γνωρίζουμε να υπήρχαν άλλες εκκλησιές εκτός από εκείνες του Αγ. Νικολάου, της Κοίμησης της Παναγίας (Μαλαματένια), του Αγ. Γεωργίου και του Αγ. Χαραλάμπη. Πληροφορίες για άλλες εκκλησιές στην περιοχή δεν υπάρχουν.

 Το εξωκλήσι του Αγ. Νικολάου, μετά το 1715, έπρεπε να καλύπτει τις ανάγκες των μόνιμων καθολικών πιστών, καθώς και των ευρωπαίων ναυτικών και ταξιδιωτών που έφταναν για πολλούς λόγους στο λιμάνι. Σε σύντομο, λοιπόν, χρονικό διάστημα οικοδομήθηκε μεγαλύτερο. Δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία (μεταξύ 1720-1760), αλλά τότε θα πρέπει να απέκτησε μια ενιαία μορφή, επειδή ως τότε, έχουμε λόγους να πιστεύουμε, λειτουργούσε και ως καθολικός και ως ορθόδοξος ναός με τους αντίστοιχους ιερουργούς. Οπότε, θα πρέπει να υποθέσουμε βάσιμα πως το αποτελούσαν δύο κλίτη και μια μικρή αυλή, όπου και έτρεχε η μικρή πηγή.

 Όλη η νοτιοδυτική παραλία του νησιού είναι σημαδεμένη, από κάβο σε κάβο και από παραλία σε παραλία, από ναΐσκους αφιερωμένους σε αγίους που αναφέρονται στην ιστορία της χριστιανικής ευλάβειας και λαϊκής λατρείας ως ιδιαίτεροι προστάτες των ναυτικών: Άγ. Ιωάννης Πρόδρομος, Άγ. Σώστης, Άγ. Φωκάς, Άγ. Νικόλαος, Άγ. Φωτοδότης, Άγ. Στέφανος, Άγ. Πέτρος (Πανούσα), Άγ. Πέτρος (Καρδιανή), Άγ. Ιωάννης Πρόδρομος (Γιαννάκη) κ.ά. 

 

2.  Από το 1715 και μετά

 Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, λοιπόν, όχι μόνο έδωσε το όνομά της στον όρμο στον οποίο δέσποζε κατά κυριαρχικό τρόπο, αλλά στη συνέχεια και στην πόλη η οποία αναπτύχθηκε αρχικά προς τα δυτικά και στη συνέχεια προς όλα τα σημεία του ορίζοντα… Ο ναός παρέμεινε στην ιδιοκτησία της καθολικής κοινότητας, ίσως από τυχαίο γεγονός, ενώ οι ορθόδοξοι κάτοικοι της νέας πρωτεύουσα, της «ΧΩΡΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ», οικοδόμησαν νέα εκκλησία προς τιμήν του αγίου προστάτη των ναυτικών, πλάι στο δρόμο που οδηγούσε προς τα χωριά Κτικάδος, Χατζηράδος κλπ. Ο δρόμος αυτός προϋπήρχε της Χώρας και αποτελούσε τον κύριο οδικό άξονα προς την ενδοχώρα του νησιού καθ’ όλη τη Βενετοκρατία και μετά, μέχρι πρόσφατα.

 Η «Χώρα» μεγάλωνε με την άφιξη στην Τήνο πολλών μεταναστών από τα γύρω νησιά και την Κρήτη, λόγω της μεγάλης εμπορικής κίνησης που είχε το λιμάνι, το οποίο είχε καταστεί ως το σημαντικότερο των Κυκλάδων και για τούτο ήταν εμπορικός κόμβος μεταξύ της Ευρώπης και της Ανατολής. Η καθολική ενορία παρέμενε με λιγοστούς πιστούς, επειδή οι καθολικοί του νησιού είχαν ως κύρια ενασχόλησή τους τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Προστίθεντο, όμως, αρκετοί ξένοι, ως επί το πλείστον Ιταλοί και Γάλλοι, είτε ναυτικοί που προτιμούσαν να ξεμπαρκάρουν, είτε επαγγελματίες που έβρισκαν ένα τόπο όπου μπορούσαν να ασκήσουν κερδοφόρα το επάγγελμά τους (γιατροί, έμποροι, κ.ά.). Η μεγάλη εμπορική κίνηση οδήγησε και στην ίδρυση οκτώ (8) τουλάχιστον προξενείων ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία, Βενετία, Δύο Σικελιών, Αυστρία, Δανία, Ρωσία) και μετά το 1821 ακόμα και του Παπικού Κράτους. Σώθηκαν οι σφραγίδες τους και κάποια αρχεία ακόμα. Η ενορία του Αγ. Νικολάου επανδρώθηκε, λοιπόν, και από ενορίτες που είχαν κύρος στην τοπική κοινωνία και κάποιοι απ’ αυτούς κατέκτησαν και θέσεις με πολιτική εξουσία.

 Όμως ο αριθμός των ενοριτών παρέμενε μικρός. Αυξανόταν περισσότερο από ξένους ταξιδιώτες ή μετανάστες και λιγότερο από τους κατοίκους των χωριών που δεν είχαν λόγους να κατέβουν στη Χώρα.

 Αυτό συνεχίστηκε και αργότερα. Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με την έκρηξη του τουριστικού ρεύματος, που ξεπέρασε τα όρια του προσκυνήματος της Μεγαλόχαρης και επειδή οι ανάγκες σε εργατικά χέρια αυξήθηκαν, πολλοί κάτοικοι της ενδοχώρας κατέβαιναν στη Χώρα σε καθημερινή βάση για εργασία και πολλοί απ’ αυτούς, στο τέλος, εγκαταστάθηκαν μόνιμα, με ρυθμούς περίπου ανεξέλεγκτους.

Σήμερα η καθολική ενορία της Χώρας είναι η μεγαλύτερη της Αρχιεπισκοπής Νάξου-Τήνου, συγκεντρώνοντας περισσότερο από το 1/3 του συνολικού πληθυσμού των ψυχών που απαρτίζουν αυτή την τοπική εκκλησία.

Η ενορία αυτή παρουσιάζει όλα τα αρνητικά συμπτώματα που χαρακτηρίζουν μια αστική ενορία μιας ελληνικής μεγαλούπολης, κυρίως την αυξανόμενη εκκοσμίκευση. Πολλοί από τους ενορίτες είναι διχασμένοι μεταξύ των παλαιών ενοριών που εγκατέλειψαν στην ενδοχώρα και τη νέα ενορία στα όρια της οποίας εγκαταστάθηκαν.